ορμάνι

ορμάνι
το
πυκνό δάσος, ρουμάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. orman].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ορμάνι — το (λ. τουρκ.), δάσος, δασώδης περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρουμάνι — το, Ν έκταση με πυκνή θαμνώδη βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. orman (πρβλ. ορμάνι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”